- προδιομολογησάμενοι
- προδιομολογέομαιagree in allowing beforehandaor part mp masc nom/voc plπροδιομολογέομαιagree in allowing beforehandaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιομολογούμαι — έομαι, Α 1. συμφωνώ εκ τών προτέρων («προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε», Πλάτ.) 2. (μτχ. παρακμ. ουδ. στον πληθ.) τὰ προδιωμολογημένα σημεία που έχουν γίνει δεκτά και από τα δύο μέρη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διομολογοῦμαι «συμφωνώ»] … Dictionary of Greek